Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 83 ετών άφησε εχθές το βράδυ ο σπουδαίος Έλληνας εικαστικός Βλάσης Κανιάρης. Η κηδεία του θα τελεστεί το Σάββατο το μεσημέρι, στις 12.00, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Καλλιτέχνης με διεθνή σταδιοδρομία, γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα. Από το 1946 και για σχεδόν πέντε χρόνια φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη Σχολή Καλών Τεχνών φοιτά από το 1950 έως το 1955, με δασκάλους τον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Γιάννη Παππά, τον Πάνο Σαραφιανό και κυρίως τον Γιάννη Μόραλη.
Παράλληλα, εργάζεται κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη στις σκηνογραφικές παραγγελίες της εποχής, πραγματοποιώντας και ο ίδιος σκηνογραφικές εργασίες. Με ζωγραφική, σχέδια και σκηνογραφίες πρωτοεμφανίζεται στην Πανελλήνια Έκθεση του 1952.
Λίγους μήνες μετά το τέλος των σπουδών του εγκαθίσταται στη Ρώμη, όπου ζει και εργάζεται μέχρι το τέλος του 1960, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη, εκθέτει το 1960 στη γκαλερί «La tartaruga» έργα του, από την περίοδο 1959 έως 1960, φτιαγμένα πάνω σε κομμάτια δικτυωτού χωρίς καθορισμένο σχήμα, καταργώντας το ζωγραφικό τελάρο και τη σύμβασή του. Ήδη από τότε εμφανίζονται οι πρώτες κατασκευές από πραγματικά υλικά και αντικείμενα.
Στο Παρίσι ζει μέχρι το 1967 και εκεί επιστρέφει πάλι το 1969, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα εκείνων των εποχών. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 εκθέτει στη γκαλερί «J», η οποία στα λίγα χρόνια της λειτουργίας της κατάφερε να προτείνει ό,τι σχεδόν σημαντικότερο έδειξε η Ευρώπη τα επόμενα είκοσι χρόνια. Το 1964 εκθέτει στο πλαίσιο της Biennale της Βενετίας τον πρώτο «χώρο» από κούκλες και αντικείμενα.
Το Μάιο του 1969 πραγματοποιεί στην Αθήνα την έκθεση με τους γύψους και τα γαρύφαλα. Μεσολαβεί μια αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Στοκχόλμης το 1971 και συνεχίζει στο Παρίσι την επεξεργασία ενός θέματος που θα τον απασχολήσει μέχρι το 1976. Αφορά τους μετανάστες ως πρόβλημα ατομικό και πρόβλημα σχέσεων, ένταξης, περιβάλλοντος.
Για να ολοκληρώσει τη δουλειά αυτή τού χορηγείται υποτροφία της D.A.A.D. (της Γερμανικής Υπηρεσίας Ανταλλαγών) και εργάζεται στο τότε Δυτ. Βερολίνο για δύο σχεδόν χρόνια. Η έκθεση αυτή παρουσιάστηκε σε πολλά μουσεία της τότε Δυτικής Γερμανίας και το ICA στο Λονδίνο με τον τίτλο «Gastarbeiter - Fremdarbeiter» (Φιλοξενούμενοι εργάτες - Ξένοι εργάτες).
Το 1975 εκλέγεται καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και το 1976 εγκαθίσταται στην Ελλάδα. Το 1979-80 παρουσιάζει, σε συνεργασία με τη γκαλερί Bernier, στο εγκαταλελειμμένο παγοποιείο του FIX μεγάλη έκθεση με περιβάλλοντα καταστάσεων, συνθηκών, εικόνων, κάτω από το γενικό τίτλο «HELAS-HELLAS» (Αλίμονο-Ελλάδα ή ο ζωγράφος και το μοντέλο του).
Το 1981 και το 1989 προσκαλείται και διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής στη Sommerakademie του Σάλτσμπουργκ.
Το καλοκαίρι του 1988 στη Biennale της Βενετίας δείχνει ορισμένες προτάσεις ενός νέου κύκλου εργασίας με τον προσωρινό τίτλο «Βορράς - Νότος» (Πού είναι ο Βορράς πού ο Νότος;). Χωρίς να αλλοιωθεί το σκεπτικό, με διαφορετική όμως οργάνωση του χώρου, παρουσιάζει την ίδια πρόταση τον Οκτώβρη του 1988 στο Γενί Τζαμί της Θεσσαλονίκης.
Το 1991 ο Μιλτιάδης Παπανικολάου οργανώνει αναδρομική έκθεση του Βλάση Κανιάρη στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πραγματοποιεί την αναδρομική έκθεση «Open Box» στο Karl Ernst Osthaus-Museum στο Χάγκεν της Γερμανίας. Αυτήν την έκθεση παρουσιάζει την άνοιξη του 1992 και η Staatliche Kunsthalle του Βερολίνου. Παράλληλα, το 1991, ο εκδοτικός οίκος Verlag fur Moderne Kunst της Νυρεμβέργης εκδίδει μονογραφία για το έργο του Κανιάρη της περιόδου 1953-1983, την οποία επιμελείται ο Michael Fehr.
Το 1992 οργανώνεται στο Μίνστερ της Γερμανίας έκθεση με τίτλο «The Open Image. Aspects of Modern Art in Europe after 1945», που πραγματεύεται το άνοιγμα του τελάρου στο χώρο. Στην έκθεση αυτή καλείται ο Κανιάρης μαζί με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως οι Maznoni, Beuys, Dubuffet, Tapies, Rotella, Klein κ.ά. Την ίδια χρονιά καλείται τιμής ένεκεν και στην εναρκτήρια Foire του Art Athina 1992.
Το 1996 λαμβάνει μέρος σε έκθεση που διοργανώνει το Κέντρο Georges Pompidou στο Παρίσι, με τίτλο «Face a l’Histoire, 1933-1996», εκθέτοντας δίπλα στους Beuys, Merz και Tapies.
Τον Απρίλιο του 1999 συμμετέχει, μαζί με καλλιτέχνες από τις βαλκανικές χώρες, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Αρμενία, την Κύπρο και την Ελλάδα, στην έκθεση «Minus-Plus. Το Έλασσον-Το Μείζον», στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Την ίδια χρονιά πραγματοποιείται η μεγάλη αναδρομική του στην Εθνική Πινακοθήκη. Με την παρουσίαση της αναδρομικής αυτής εγκαινιάζεται τον επόμενο χρόνο στη Θεσσαλονίκη το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Το Μάιο του 2000 λαμβάνει μέρος στην έκθεση «Auf den Handen wanderst du» στη γκαλερί «Kubus» του Ανόβερου, μαζί με τους Ακριθάκη, Αρφαρά, Μπουρονίκο, Μαρκόπουλο, Ψυχοπαίδη και Τσόκλη. Την άνοιξη του 2001 συμμετέχει στην έκθεση «Γλωσσαλγία» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και στο Μουσείο Φρυσίρα στην Πλάκα.
Το 2003 το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού διοργανώνει στη Νέα Υόρκη έκθεση προς τιμήν του, με τίτλο «Ό,τι θέλει ο λαός» και επιμελητή τον Μάνο Στεφανίδη. Οι ξένοι επιμελητές δεν τον ξεχνούν. Το 2006 τον καλούν στην πολυέκθεση «Projekt Migration» στην Κολωνία. Τέλος, το 2008 η έκθεση «Γενέθλιον» στο Μουσείο Μπενάκη, ένα αφιέρωμα στα ογδοντάχρονα του καλλιτέχνη, παρουσιάζει το έργο του σε αντιπαράθεση προς την «επίσημη» ιστορία.
Παράλληλα, εργάζεται κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη στις σκηνογραφικές παραγγελίες της εποχής, πραγματοποιώντας και ο ίδιος σκηνογραφικές εργασίες. Με ζωγραφική, σχέδια και σκηνογραφίες πρωτοεμφανίζεται στην Πανελλήνια Έκθεση του 1952.
Λίγους μήνες μετά το τέλος των σπουδών του εγκαθίσταται στη Ρώμη, όπου ζει και εργάζεται μέχρι το τέλος του 1960, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη, εκθέτει το 1960 στη γκαλερί «La tartaruga» έργα του, από την περίοδο 1959 έως 1960, φτιαγμένα πάνω σε κομμάτια δικτυωτού χωρίς καθορισμένο σχήμα, καταργώντας το ζωγραφικό τελάρο και τη σύμβασή του. Ήδη από τότε εμφανίζονται οι πρώτες κατασκευές από πραγματικά υλικά και αντικείμενα.
Στο Παρίσι ζει μέχρι το 1967 και εκεί επιστρέφει πάλι το 1969, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα εκείνων των εποχών. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 εκθέτει στη γκαλερί «J», η οποία στα λίγα χρόνια της λειτουργίας της κατάφερε να προτείνει ό,τι σχεδόν σημαντικότερο έδειξε η Ευρώπη τα επόμενα είκοσι χρόνια. Το 1964 εκθέτει στο πλαίσιο της Biennale της Βενετίας τον πρώτο «χώρο» από κούκλες και αντικείμενα.
Το Μάιο του 1969 πραγματοποιεί στην Αθήνα την έκθεση με τους γύψους και τα γαρύφαλα. Μεσολαβεί μια αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Στοκχόλμης το 1971 και συνεχίζει στο Παρίσι την επεξεργασία ενός θέματος που θα τον απασχολήσει μέχρι το 1976. Αφορά τους μετανάστες ως πρόβλημα ατομικό και πρόβλημα σχέσεων, ένταξης, περιβάλλοντος.
Για να ολοκληρώσει τη δουλειά αυτή τού χορηγείται υποτροφία της D.A.A.D. (της Γερμανικής Υπηρεσίας Ανταλλαγών) και εργάζεται στο τότε Δυτ. Βερολίνο για δύο σχεδόν χρόνια. Η έκθεση αυτή παρουσιάστηκε σε πολλά μουσεία της τότε Δυτικής Γερμανίας και το ICA στο Λονδίνο με τον τίτλο «Gastarbeiter - Fremdarbeiter» (Φιλοξενούμενοι εργάτες - Ξένοι εργάτες).
Το 1975 εκλέγεται καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και το 1976 εγκαθίσταται στην Ελλάδα. Το 1979-80 παρουσιάζει, σε συνεργασία με τη γκαλερί Bernier, στο εγκαταλελειμμένο παγοποιείο του FIX μεγάλη έκθεση με περιβάλλοντα καταστάσεων, συνθηκών, εικόνων, κάτω από το γενικό τίτλο «HELAS-HELLAS» (Αλίμονο-Ελλάδα ή ο ζωγράφος και το μοντέλο του).
Το 1981 και το 1989 προσκαλείται και διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής στη Sommerakademie του Σάλτσμπουργκ.
Το καλοκαίρι του 1988 στη Biennale της Βενετίας δείχνει ορισμένες προτάσεις ενός νέου κύκλου εργασίας με τον προσωρινό τίτλο «Βορράς - Νότος» (Πού είναι ο Βορράς πού ο Νότος;). Χωρίς να αλλοιωθεί το σκεπτικό, με διαφορετική όμως οργάνωση του χώρου, παρουσιάζει την ίδια πρόταση τον Οκτώβρη του 1988 στο Γενί Τζαμί της Θεσσαλονίκης.
Το 1991 ο Μιλτιάδης Παπανικολάου οργανώνει αναδρομική έκθεση του Βλάση Κανιάρη στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πραγματοποιεί την αναδρομική έκθεση «Open Box» στο Karl Ernst Osthaus-Museum στο Χάγκεν της Γερμανίας. Αυτήν την έκθεση παρουσιάζει την άνοιξη του 1992 και η Staatliche Kunsthalle του Βερολίνου. Παράλληλα, το 1991, ο εκδοτικός οίκος Verlag fur Moderne Kunst της Νυρεμβέργης εκδίδει μονογραφία για το έργο του Κανιάρη της περιόδου 1953-1983, την οποία επιμελείται ο Michael Fehr.
Το 1992 οργανώνεται στο Μίνστερ της Γερμανίας έκθεση με τίτλο «The Open Image. Aspects of Modern Art in Europe after 1945», που πραγματεύεται το άνοιγμα του τελάρου στο χώρο. Στην έκθεση αυτή καλείται ο Κανιάρης μαζί με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως οι Maznoni, Beuys, Dubuffet, Tapies, Rotella, Klein κ.ά. Την ίδια χρονιά καλείται τιμής ένεκεν και στην εναρκτήρια Foire του Art Athina 1992.
Το 1996 λαμβάνει μέρος σε έκθεση που διοργανώνει το Κέντρο Georges Pompidou στο Παρίσι, με τίτλο «Face a l’Histoire, 1933-1996», εκθέτοντας δίπλα στους Beuys, Merz και Tapies.
Τον Απρίλιο του 1999 συμμετέχει, μαζί με καλλιτέχνες από τις βαλκανικές χώρες, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Αρμενία, την Κύπρο και την Ελλάδα, στην έκθεση «Minus-Plus. Το Έλασσον-Το Μείζον», στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Την ίδια χρονιά πραγματοποιείται η μεγάλη αναδρομική του στην Εθνική Πινακοθήκη. Με την παρουσίαση της αναδρομικής αυτής εγκαινιάζεται τον επόμενο χρόνο στη Θεσσαλονίκη το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Το Μάιο του 2000 λαμβάνει μέρος στην έκθεση «Auf den Handen wanderst du» στη γκαλερί «Kubus» του Ανόβερου, μαζί με τους Ακριθάκη, Αρφαρά, Μπουρονίκο, Μαρκόπουλο, Ψυχοπαίδη και Τσόκλη. Την άνοιξη του 2001 συμμετέχει στην έκθεση «Γλωσσαλγία» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και στο Μουσείο Φρυσίρα στην Πλάκα.
Το 2003 το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού διοργανώνει στη Νέα Υόρκη έκθεση προς τιμήν του, με τίτλο «Ό,τι θέλει ο λαός» και επιμελητή τον Μάνο Στεφανίδη. Οι ξένοι επιμελητές δεν τον ξεχνούν. Το 2006 τον καλούν στην πολυέκθεση «Projekt Migration» στην Κολωνία. Τέλος, το 2008 η έκθεση «Γενέθλιον» στο Μουσείο Μπενάκη, ένα αφιέρωμα στα ογδοντάχρονα του καλλιτέχνη, παρουσιάζει το έργο του σε αντιπαράθεση προς την «επίσημη» ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου